Η Πηγή της Χαράς  ( Καλοσύνη και Φιλανθρωπία) 

Κάποτε ζούσε ένα κορίτσι, που δεν είχε καθόλου παιχνίδια, ούτε χρήματα. Παρόλα αυτά ήταν ένα πολύ χαρούμενο μικρό κορίτσι.  Έλεγε ότι αυτό που την έκανε χαρούμενη ήταν να κάνει πράγματα για άλλους, και ότι αυτό την έκανε να αισθάνεται πολύ όμορφα μέσα της. 
Κανείς όμως δεν τη πίστευε πραγματικά. Περνούσε όλη τη μέρα της βοηθώντας τους άλλους,δίνοντας ελεημοσύνη στους φτωχούς και φροντίζοντας εγκαταλειμμένα ζώα.  Πολύ σπάνια έκανε κάτι για τον εαυτό της. Μια φορά το κοριτσάκι συνάντησε ένα γιατρό, ο οποίος βρήκε τόσο περίεργη την υπόθεσή της, που αποφάσισε να την διερευνήσει. 
Εγκατέστησε ένα σύστημα με κάμερες και σωλήνες και έτσι ο γιατρός κατάφερε να εντοπίσει τι συνέβαινε στο κορίτσι.  Αυτό που ανακάλυψε ήταν πραγματική έκπληξη. Κάθε φορά που το κοριτσάκι έκανε μία καλή πράξη, χιλιάδες μικροσκοπικοί άγγελοι μαζεύονταν γύρω από την καρδούλα της και την γαργαλούσαν!            

Αυτή λοιπόν ήταν η αιτία της χαράς του κοριτσιού, μα ο γιατρός συνέχισε να την εξετάζει μέχρι που ανακάλυψε ότι όλοι έχουμε μέσα μας μικροσκοπικά αγγελάκια.  Δυστυχώς όμως διαπίστωσε ότι οι καλές μας πράξεις είναι τόσο λίγες, που τα αγγελάκια μας δεν έχουν κάτι να κάνουν και νιώθουν μεγάλη πλήξη.
Έτσι λοιπόν ανακαλύφθηκε το Μυστικό της Χαράς.  Χάρη στο μικρό κοριτσάκι ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε για να νιώσουμε κι εμείς το γαργαλητό στις καρδιές μας.

Τα Τακτοποιημένα Παιχνίδια      ( Καθαριότητα)

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγόρι, ο Γιάννης, ο οποίος μετακόμισε με την οικογένειά του σε καινούριο σπίτι.  Όταν μπήκε στη νέα του κρεβατοκάμαρα είδε ότι ήταν γεμάτη παιχνίδια, βιβλία με παραμύθια, στυλό, μολύβια…και όλα αυτά ήταν τέλεια τακτοποιημένα.   Εκείνη τη μέρα έπαιξε με ό,τι του άρεσε, αλλά όταν ήρθε η ώρα να πέσει για ύπνο τα άφησε όλα ακατάστατα.
 Μυστηριωδώς, το επόμενο πρωί όλα τα παιχνίδια είχαν μπει ξανά στη θέση τους.  Ο Γιάννης ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν είχε μπει στο δωμάτιό του, αλλά  δεν έδωσε και πολύ σημασία.  Κι εκείνη τη μέρα συνέβη το ίδιο πράγμα, και την επόμενη, αλλά όταν έφτασε η τέταρτη μέρα και πήγε να πάρει το πρώτο παιχνίδι του, αυτό πήδηξε από τα χέρια του και είπε: «Δε θέλω να παίξω μαζί  σου!» 
Ο Γιάννης νόμιζε ότι  το φαντάστηκε αυτό, μα το ίδιο συνέβη με οποιοδήποτε παιχνίδι πήρε στα χέρια του.  Τελικά, ένα παλιό αρκουδάκι του είπε:  «Γιατί εκπλήσσεσαι που δε θέλουμε να παίξουμε μαζί σου;  Πάντα μας αφήνεις τόσο πολύ μακριά από την κανονική μας θέση, εκεί που νιώθουμε ασφαλή, άνετα και χαρούμενα.  Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για τα βιβλία να σκαρφαλώσουν πίσω στα ράφια τους, ή στα στυλό να πηδήξουν μέσα στη θήκη τους;  Δεν έχεις ιδέα πόσο κρύο και άβολο είναι το πάτωμα!  Δε θα ξαναπαίξουμε μαζί σου αν δεν μας υποσχεθείς ότι προτού πας για ύπνο θα μας βάζεις στα μικρά μας κρεβατάκια».
Ο Γιάννης θυμήθηκε πόσο άνετα και ευχάριστα ένιωθε στο κρεβάτι του, και πόσο άβολα ένιωσε όταν κάποτε κοιμήθηκε πάνω σε μία καρέκλα. 
Συνειδητοποίησε πόσο άσχημα είχε φερθεί ως τώρα στους φίλους του, τα παιχνίδια.  Τους ζήτησε να τον συγχωρήσουν και από εκείνη τη μέρα έβαζε πάντα όμορφα τα παιχνίδια στις θέσεις τους προτού πάει να κοιμηθεί.

Η Καλύτερη Επιλογή  ( Να μάθουμε τι είναι πραγματικά σημαντικό)

Ροντ και Τοντ.  Έτσι έλεγαν τα δύο τυχερά παιδιά που επιλέχθηκαν να πάνε να συναντήσουν τον Άγιο Βασίλη στο Βόρειο Πόλο.  Ένα μαγικό έλκυθρο έφτασε εκείνη τη μέρα στα σπίτια τους για να τους πάρει, όπου πέταξαν βόρεια, χορεύοντας μέσα από τα σύννεφα, καθώς ακούγονταν υπέροχες χριστουγεννιάτικες μελωδίες.  Κάθετι που συναντούσαν στο δρόμο τους φαινόταν καταπληκτικά υπέροχο, και ξεπερνούσε κάθε φαντασία.  Με αγωνία περίμεναν να αντικρύσουν τον Άγιο Βασίλη, που τόσα χρόνια τους πήγαινε δώρα κάθε Χριστούγεννα.
Όταν επιτέλους έφτασε η στιγμή, μπήκαν μέσα σε μία μεγάλη αίθουσα μένοντας μόνοι.  Η αίθουσα ήταν άδεια, μόνο ένα μεγάλο γραφείο βρισκόταν δεξιά στο πίσω μέρος και μία μεγάλη καρέκλα δίπλα του.  Τότε εμφανίστηκαν τρία ξωτικά λέγοντας:
"Ο Άγιος Βασίλης είναι απασχολημένος.  Θα τον δείτε για πάρα πολύ λίγο και φροντίστε να το αξιοποιήσετε αυτό όσο μπορείτε."  Ο
 Ροντ και ο Τοντ περίμεναν για αρκετή ώρα.  Μέσα στην ησυχία, προσπαθούσαν να σκεφτούν τι θα έλεγαν.  Ξέχασαν όμως τα πάντα μόλις η αίθουσα γέμισε φώτα και χρώματα.  Ο Άγιος Βασίλης εμφανίστηκε καθισμένος στη μεγάλη καρέκλα και το γραφείο γέμισε με όλα τα παιχνίδια που ήθελαν πάντα τα δύο αγόρια.  Φανταστικό! Ο Τοντ έτρεξε αμέσως να αγκαλιάσει τον Άγιο Βασίλη, ενώ ο Ρόντ πήγε κατευθείαν στο ποδήλατο που παντα ονειρευόταν.  Ο Άγιος Βασίλης έμεινε κοντά τους για μερικά δευτερόλεπτα, τόσο όσο να προλάβει ο Τοντ να του πει "Ευχαριστώ" και να νιώσει σαν το πιο ευτυχισμένο παιδί στον κόσμο.  Μετά εξαφανίστηκε προτού ο Ροντ τον κοιτάξει καν.  Ο Ροντ ένιωσε ότι έχασε τη μεγάλη του ευκαιρία να δει τον Άγιο Βασίλη αφού ενδιαφέρθηκε πρώτα για τα παιχνίδια.  Έκλαψε και παραπονέθηκε, απαιτώντας να επιστρέψει ο Άγιος Βασίλης, αλλά μετά από λίγο τα παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που ο Ροντ έβλεπε ένα παιχνίδι, ένιωθε τη χαρά του δώρου, αλλά κοιτούσε τριγύρω για να δει τι άλλο σημαντικό έχανε.  Με αυτόν τον τρόπο είδε τα λυπημένα μάτια των φτωχών παιδιών που το μεγαλύτερο δώρο τους μπορούσε να είναι ακόμη και ένα κομματάκι ψωμί και των μοναχών ανθρώπων που για χρόνια δεν είχαν κανέναν να τους αγκαλιάσει και να τους πει "σ'αγαπω".  Και σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο Βόρειο Πόλο, που δεν ήξερε τι να διαλέξει, ο Ροντ έμαθε να επιλέγει σωστά, βοηθώντας εκείνους που δεν είχαν τίποτα, δίνοντας αγάπη σε όσους την είχαν ανάγκη, και χαρίζοντας χαμόγελα στους λυπημένους.  Πέρασε καιρός και ο Ροντ κατάφερε να κάνει την πόλη του πιο χαρούμενη και όλοι να τον αγαπούν για την καλοσύνη του.
Και τότε, τη νύχτα των επόμενων Χριστουγέννων, ενώ ο Ροντ κοιμόταν, ένιωσε κάτι να του γαργαλάει το πόδι.  Άνοιξε τα μάτια του και είδε τη μακριά άσπρη γενειάδα, τη μαλακή κόκκινη φορεσιά...και μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά να τον τυλίγει.  'Ηταν μαζί του, ο Άγιος Βασίλης, μαζί του για λίγο, όταν ο Ροντ μίλησε, με σιγανή φωνή, γεμάτη δάκρια:  "Συγχώρησέ με. Δεν ήξερα πώς να διαλέξω το σημαντικότερο πράγμα".
Τότε ο Άγιος Βασίλης χαμογέλασε και είπε:  "Ξέχασέ το.  Απόψε ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να διαλέξει και διάλεξα να περάσω λίγο χρόνο με το καλύτερο παιδί στον κόσμο, πριν σου αφήσω το μεγαλύτερο δώρο που κέρδισες για τον εαυτό σου. Σε Ευχαριστώ!"
Το επόμενο πρωί κανένα δώρο δεν υπήρχε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.  Έκεινα τα Χριστούγεννα, το δώρο ήταν τόσο μεγάλο που δε χωρούσε να περάσει από την καμινάδα.  Το μόνο μέρος στο οποίο χωρούσε ήταν η καρδιά του Ροντ.

Το Μαγικό Παράθυρο  (φιλία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που αρρώστησε πολύ. Έπρεπε όλη μέρα να μένει στο κρεββάτι ανήμπορο να κουνηθεί.  Δεν επιτρεπόταν στα άλλα παιδιά να τον πλησιάζουν κι αυτό έκανε το αγόρι να νιώθει πολύ άσχημα και να περνά τη μέρα του μέσα στη στεναχώρια.  Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να κοιτά έξω από το παράθυρό του.  Ο καιρός περνούσε κα η λύπη του όλο και μεγάλωνε.  Μέχρι που μια μέρα είδε μια περίεργη σκιά στο παράθυρο. Ήταν ένας πιγκουίνος που έτρωγε ένα σάντουιτς με λουκάνικο! Ο πιγκουίνος μπήκε για μια στιγμή από το παράθυρο, είπε "Καλημέρα!" στο αγόρι και εξαφανίστηκε. Φυσικά η έκπληξη του αγοριού ήταν μεγάλη. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όταν από το παράθυρό του είδε μια μαϊμού να προσπαθεί να φουσκώσει ένα μπαλόνι.  Στην αρχή το αγόρι προσπαθούσε να συνηδειτοποιήσει τι συνέβαινε, όταν όμως άρχισαν όλο και πιο περίεργοι χαρακτήρες να εμφανίζονται στο παράθυρό του, ξέσπασε σε γέλια. 

Μα πώς να μη γελάσει κανείς βλέποντας ένα καγκουρό να παίζει ταμπούρλο, έναν ελέφαντα να κάνει τραμπολίνο, ή ένα  σκύλο να φοράει γυαλιά και να διαβάζει εφημερίδα!  Το αγόρι δεν είπε τίποτα σε κανένα για όλα αυτά γιατί ποιος θα το πίστευε; Όλα αυτα τα παράξενα ζωάκια κατάφεραν να το κάνουν να γελάσει και να γεμίσουν  ξανά με χαρά την καρδιά και το σώμα του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η υγεία του αγοριού βελτιώθηκε τόσο πολύ που γρήγορα μπόρεσε να γυρίσει ξανά στο σχολείο του.

Εκεί συνάντησε ξανά τους φίλους του και τους εξιστόρησε τα πάντα για τα παράξενα πράγματα που είδε στο παράθυρό του. Όση ώρα μιλούσε με τον καλύτερό του φίλο, το αγόρι είδε κάτι περίεργο να ξεπροβάλει από τη τσάντα του φίλου του.  Ρώτησε τι ήταν και μάλιστα επέμενε τόσο πολύ που ο φίλος του αναγκάστηκε να του πει τι έκρυβε μέσα στην τσάντα του:

Μέσα εκεί υπήρχαν όλα τα φανταχτερά ρουχαλάκια κα μεταμφιέσεις που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό ο φίλος του αγοριού για να τον χαροποιήσει.

Από εκείνη τη μέρα το αγόρι έκανε τα πάντα για να κάνει τους άλλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους.

 

 

 

 

 

 

 

 Το Δέντρο και τα Λαχανικά  (Γενναιοδωρία και ομαδικότητα)

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα υπέροχο περιβόλι, στο οποίο μεγάλωνε ένα δέντρο με πολλά φύλλα.  Το περιβόλι μαζί με το δέντρο χάριζαν σε όλο το μέρος μια πανέμορφη εικόνα και ήταν πραγματικά το καμάρι του ιδιοκτήτη τους.  Αυτό που δε γνώριζε κανείς ήταν ότι τα λαχανικά και το δέντρο δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά μαζί και για την ακρίβεια δεν άντεχαν να βρίσκονται μαζί.  Τα λαχανικά μισούσαν τη σκιά του δέντρου γιατί τους άφηνε ελάχιστο φως΄του ήλιου ώστε να μεγαλώνουν.  Από την άλλη μεριά, το δέντρο, δεν ήθελε τα λαχανικά γιατί έπιναν όλο το νερό που τους έριχνε ο κηπουρός του περιβολιού προτού καν φτάσει σε αυτό, αφήνοντάς του ελάχιστο, τόσο όσο να επιβιώνει.
Μια μέρα, η κατάσταση έγινε τόσο δύσκολη που τα λαχανικά αποφάσισαν να πιουν όλο το νερό για να αφήσουν το δέντρο να ξεραθεί.  Το δέντρο τότε αρνήθηκε να ρίξει τη σκιά του πάνω τους το καταμεσήμερο και έτσι ο καυτός ήλιος άρχισε να τα ξηραίνει.  Σύντομα, τα λαχανικά μαράθηκαν και τα κλαδιά του δέντρου ξεράθηκαν. Κανένας τους δεν σκέφτηκε ότι ο κηπουρός, βλέποντας την άσχημη εικόνα του περιβολιού, θα σταματούσε να τα ποτίζει.  Και τότε κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο τι πραγματικά σήμαινε δίψα!  Πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Μέχρι που μια στιγμή, ένα μικρό κολοκυθάκι κατάλαβε τι συνέβαινε, και αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα.  Παρά το ελάχιστο νερό και την τρομερή ζέστη, το κολοκυθάκι έβαλε τα δυνατά του και έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει...να μεγαλώσει... να μεγαλώσει.                                                                   

Μεγάλωσε τόσο πολύ που ο κηπουρός άρχισε ξανά να ποτίζει το περιβόλι.  Ήταν τόσο μεγάλο και όμορφο το κολοκύθι που ο κηπουρός αποφάσισε να το πάει σε διαγωνισμό κηπουρικής! Έτσι, κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο, ότι ήταν προτιμότερο να βοηθούν ο ένας τον άλλο από το να τσακώνονται.  Έπρεπε να μάθουν πώς να ζουν αρμονικά με τους γύρω τους, κάνοντας το καλύτερο που μπορούν.  Αποφάσισαν λοιπόν να συνεργαστούν, συνδυάζοντας όσο καλύτερα μπορούσαν τη σκιά και το νερό για να μεγαλώσουν σωστά τα λαχανικά. 
Ο κηπουρός είδε πόσο καλά τα πήγαιναν μαζί και άρχισε να φροντίζει όσο περισσότερο μπορούσε το περιβόλι του, το πότιζε και του έριχνε λίπασμα μέχρι που έγινε το ομορφότερο περιβόλι του χωριού!


Ο Πλούτος, η Ευτυχία και η Αγάπη

Μια φορά και ένα καιρό μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, ένα άντρα και δύο γυναίκες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού. Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:  --Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.

Αυτοί την ρωτάνε:  - Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;

- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.

- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες. 

Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.

- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα!

Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε και οι τρεις. Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !

Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται: Είμαι ο Πλούτος, της λέει. Της συστήνει, μετά, την μία γερόντισα που είναι η Ευτυχία. Και, τέλος, την άλλη που είναι η Αγάπη. Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.

Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν. Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:

-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!

Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:  -Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:  -Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!

-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.

-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:  -Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι και οι δύο άλλοι την ακολουθούν!  Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:  -Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:  - Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Το Καλάμι κι η Ελιά (αλαζονία)

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμι. Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά που κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια, έγερναν από το βάρος του καρπού.Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.

Η ελιά καυχιόταν ολοένα:
-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι
Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται, τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τα' άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.
Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος, που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος την ξερίζωσε.
Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε, προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει. Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει,
η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.
Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της


 
Make a Free Website with Yola.